Είναι υποχρεωτική η εξάντληση της άδειας μέχρι 31/12;
Κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτόν. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά, την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, n οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω.
Η άδεια αυξάνεται κατά 1 εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις 22 ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΕΓΣΣΕ 2008/2009, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και 25 εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Από 1/1/2008 δε, με τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, οι εργαζόμενοι δικαιούνται 1 επιπλέον ημέρα αδείας, δηλαδή συνολικά 31 εργάσιμες ημέρες επί συστήματος εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και 26 εργάσιμες ημέρες επί συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας αντίστοιχα.
Η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική εφ’ όσον δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Αυτό προκύπτει με σαφήνεια και από το σκεπτικό της αρ. 1234/2003 απόφασης Αρείου Πάγου στην οποία αναφέρεται ότι: «Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι η προβλεπόμενη από τον Α.Ν. 539/45 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη» (βλ. και Α.Π. 455/2010). Εύλογο είναι ότι το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.
Επισημαίνεται δε, ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λπ.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Συγκεκριμένα, εφόσον λήξει το ημερολογιακό έτος μέσα στο οποίο έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια και για οποιοδήποτε λόγο δεν χορηγήθηκε αυτή, αλλά ούτε καταβλήθηκε το επίδομα αδείας, τότε ό εργοδότης οφείλει στον εργαζόμενο τα παρακάτω:
• το μισθό ή ημερομίσθια για τις ημέρες που εργάσθηκε ενώ έπρεπε να βρίσκεται σε άδεια,
• τις αποδοχές αδείας τις οποίες θα ελάμβανε εφόσον βρισκόταν σε άδεια,
• το επίδομα αδείας το οποίο θα ελάμβανε εάν βρισκόταν σε άδεια,
• αποζημίωση ίση με τις αποδοχές αδείας, δηλαδή προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας εάν η μη χορήγηση της άδειας οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη έστω και σε ελαφρά αμέλειά του (άρθρο 3, Ν.Δ.3755/1957).
Να σημειώσουμε, τέλος, πως οι ως άνω διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Πηγή:
http://www.e-forologia.gr/cms/viewContents.aspx?id=190801&utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook